- Οροιτης
- Ὀροίτης-ου, ион. εω ὅ Орет (сардский сатрап при Кире и Камбисе, казнённый в 522 г. до н.э. Дарием) Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ὀροίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀροίτεα — Ὀροίτης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀροίτην — Ὀροίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀροίτου — Ὀροίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀροίτῃ — Ὀροίτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀροίτεω — Ὀροίτεω̆ , Ὀροίτης masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)